ἀνάπειρα: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Uebung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; [[ἄμπειρα]], Strab. IX, 3, 421. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Uebung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; [[ἄμπειρα]], Strab. IX, 3, 421. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάπειρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[испытание]], [[испробование]] (πλοίων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[военные упражнения]] (ἀνάπειραι καὶ εἰρεσίαι Polyb.; ἀναπείρας ποιεῖσθαι Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάπειρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ ἀνάπηραι</i><br />ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια<br /><b>3.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «[[ρυθμός]] [[αυλητικός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναπειρῶμαι</i>, με υποχωρητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[διάπειρα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαπειρῶμαι</i>)]. | |mltxt=[[ἀνάπειρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ ἀνάπηραι</i><br />ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια<br /><b>3.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «[[ρυθμός]] [[αυλητικός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναπειρῶμαι</i>, με υποχωρητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[διάπειρα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαπειρῶμαι</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1. II in plural, exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12. III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμπ- Str.9.3.10
I 1prueba πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.
2 en plu. maniobras navales Plb.1.59.12, 5.2.4, 10.20.6.
II mús. preludio Plu.2.1143c
•pero la parte que va después del preludio Str.l.c., cf. ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός Hsch.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Uebung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; ἄμπειρα, Strab. IX, 3, 421.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπειρα: ἡ
1) испытание, испробование (πλοίων Polyb.);
2) pl. военные упражнения (ἀνάπειραι καὶ εἰρεσίαι Polyb.; ἀναπείρας ποιεῖσθαι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπειρα: ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6.
Greek Monolingual
ἀνάπειρα, η (Α)
1. δοκιμή, πρόβα
2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι
ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια
3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός»
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)].