ἀναπόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unverwerflich, unverächtlich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unverwerflich, unverächtlich.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόβλητος:''' [[неутрачиваемый]], [[неотчуждаемый]] (ἀγαθά Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόβλητος]], -ον) [[ἀποβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποβάλει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόβλητος]], -ον) [[ἀποβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποβάλει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόβλητος:''' [[неутрачиваемый]], [[неотчуждаемый]] (ἀγαθά Sext.).
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόβλητος Medium diacritics: ἀναπόβλητος Low diacritics: αναπόβλητος Capitals: ΑΝΑΠΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anapóblētos Transliteration B: anapoblētos Transliteration C: anapovlitos Beta Code: a)napo/blhtos

English (LSJ)

ον, not capable of being lost, ἀγαθά S.E.P.3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.Quaest.121.16.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede perderse ἀγαθά S.E.P.3.238, ἀρετή Cleanth.Stoic.1.129, cf. Antisth.23, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
2 adv. -ως inseparablemente Cyr.Al.Pulch.p.36.7.

German (Pape)

[Seite 203] unverwerflich, unverächtlich.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόβλητος: неутрачиваемый, неотчуждаемый (ἀγαθά Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόβλητος: -ον, ὁ μὴ ἀπόβλητος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίψῃ ἢ ἀπολέσῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 238.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόβλητος, -ον) ἀποβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τον αποβάλει
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.