ἀναλόγισμα: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλόγισμα:''' ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναλόγισμα]], το (Α) [[ἀναλογίζομαι]]<br />[[συμπέρασμα]] που εξάγεται [[μετά]] από [[σύγκριση]].
|mltxt=[[ἀναλόγισμα]], το (Α) [[ἀναλογίζομαι]]<br />[[συμπέρασμα]] που εξάγεται [[μετά]] από [[σύγκριση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλόγισμα:''' ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλόγισμα Medium diacritics: ἀναλόγισμα Low diacritics: αναλόγισμα Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΑ
Transliteration A: analógisma Transliteration B: analogisma Transliteration C: analogisma Beta Code: a)nalo/gisma

English (LSJ)

ατος, τό, a result of reasoning, τὰ περὶ τούτων ἀ. Pl.Tht.186c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
razonamiento τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones), Pl.Tht.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.Fr.[31] 7.7.

German (Pape)

[Seite 196] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλόγισμα: ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλόγισμα: -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς κρίσις, τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ συμπέρασμα, τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C.

Greek Monolingual

ἀναλόγισμα, το (Α) ἀναλογίζομαι
συμπέρασμα που εξάγεται μετά από σύγκριση.