ἀνθρωπόμορφος: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à forme humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μορφή]]. | |btext=ος, ον :<br />à forme humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μορφή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρωπόμορφος:''' [[человекообразный]] (τὰ τῶν [[θεῶν]] σώματα Plut.; [[δράκων]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνθρωπόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]], το [[σχήμα]] ανθρώπου, [[ανθρωποειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνθρωπόμορφον [[τέρας]]» (υβριστικά). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνθρωπόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]], το [[σχήμα]] ανθρώπου, [[ανθρωποειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνθρωπόμορφον [[τέρας]]» (υβριστικά). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, shaped like a human, anthropomorphic, of human form, θεός Epicur.Fr. 353, cf. Str.17.1.28, Ph.1.15, Corn.ND27, Procop.Arc.18; ζῴδια Ptol.Tetr.79,181.
Spanish (DGE)
-ον
1 antropomorfo, de forma humana θεός Chrysipp.Stoic.2.305, Ph.1.15, Clem.Al.Strom.7.4.22, Ath.Al.M.28.1229B, Origenes Dial.12 (p.146.19), τὸ θεῖον Ammon.Ac.M.85.1565A, ξόανον Str.17.1.28, τὰ δ' ἄνω del cuerpo de Pan, Corn.ND 27, τῶν θεῶν τὰ σώματα Plu.2.167d, βρέφος ... γεγονὸς ἐξ ἵππου Plu.2.149C, δαίμων τις Procop.Arc.18.1, (τὸ αἴτιον) ἀνθρωπόμορφον ... εἰσάγειν Ph.1.335, εἶδος Ph.1.622, θηρίον Ph.2.6, Ign.Sm.4.1, τὰ ἀ. τῶν ζῳδίων Ptol.Tetr.2.8.6, cf. 4.4.9, δράκων Luc.Alex.16, cf. 12, de la mandrágora, Ps.Dsc.4.75.
2 adv. -ως en forma humana Meth.Sym.et Ann.M.18.372D.
German (Pape)
[Seite 234] von menschlicher Gestalt, θεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à forme humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μορφή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπόμορφος: человекообразный (τὰ τῶν θεῶν σώματα Plut.; δράκων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν ἀνθρώπου ἔχων, ἀνθρωποειδής, Στράβ. 805, Φίλων 1. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 21. ― Ἐπίρρ. -φως Θεόδ. Στουδ. Ἐντεῦθεν ἀνθρωπομορφιανοὶ καὶ -μορφῖται, οἱ, αἱρετικοὶ παραδεχόμενοι τὸν Θεὸν ὡς ἔχοντα μορφὴν ἀνθρώπινην· οἱ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ Αὐδιανοὶ ἀπὸ τοῦ αἱρεσιάρχου αὐτῶν Αὐδαίου, Ἱερώνυμ. ΙΙ. 364, Κύριλ. Ἀλ. ΙΧ. 1065, Ἐπιφάν. ΙΙ. 2236Α, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνθρωπόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει τη μορφή, το σχήμα ανθρώπου, ανθρωποειδής
2. φρ. «ἀνθρωπόμορφον τέρας» (υβριστικά).