ἀποτμητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que cortar, extirpar]] τὴν μήτραν Sor.152.12.<br /><b class="num">2</b> c. dat. y gen. [[hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo]] τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.<i>R</i>.373d. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que cortar, extirpar]] τὴν μήτραν Sor.152.12.<br /><b class="num">2</b> c. dat. y gen. [[hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo]] τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.<i>R</i>.373d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτμητέον:''' adj. verb. к [[ἀποτέμνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποτμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτέμνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποκόψει, να αποσχίσει, <i>τῆς χώρας</i>, ένα [[τμήμα]] της χώρας, σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R.373d; one must excise, τὴν μήτραν Sor.2.89.
Spanish (DGE)
1 hay que cortar, extirpar τὴν μήτραν Sor.152.12.
2 c. dat. y gen. hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.R.373d.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτμητέον: adj. verb. к ἀποτέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, μέρος αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ μήτρα) τὴν σύμπασαν ἀποτμητέον Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.
Greek Monotonic
ἀποτμητέον: ρημ. επίθ. του ἀποτέμνω, αυτό που πρέπει κάποιος να αποκόψει, να αποσχίσει, τῆς χώρας, ένα τμήμα της χώρας, σε Πλάτ.