ἀπόσυρμα: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσυρμα:''' ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου.
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόσυρμα:''' ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσυρμα Medium diacritics: ἀπόσυρμα Low diacritics: απόσυρμα Capitals: ΑΠΟΣΥΡΜΑ
Transliteration A: apósyrma Transliteration B: aposyrma Transliteration C: aposyrma Beta Code: a)po/surma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30. 2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.). II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento de piel, escoriación Hp.Liqu.2, 3, Dsc.1.30, Gal.10.1007, 13.417
desecho, limadura de las minas, Arist.Mir.833a29
raspadura, serrín ἀ. τοῦ ξύλου Poll.5.34.
2 marca, rastro de una cuerda al ser arrastrada POxy.69.8 (II d.C.).
3 medic. tipo de emplasto abrasivo Scrib.Larg.215.

German (Pape)

[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσυρμα: ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.

Greek Monolingual

ἀπόσυρμα, το (Α) αποσύρω
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.