ἀπόσυρμα: Difference between revisions
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόσυρμα:''' ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου. | |mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30. 2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.). II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento de piel, escoriación Hp.Liqu.2, 3, Dsc.1.30, Gal.10.1007, 13.417
•desecho, limadura de las minas, Arist.Mir.833a29
•raspadura, serrín ἀ. τοῦ ξύλου Poll.5.34.
2 marca, rastro de una cuerda al ser arrastrada POxy.69.8 (II d.C.).
3 medic. tipo de emplasto abrasivo Scrib.Larg.215.
German (Pape)
[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσυρμα: ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.
Greek Monolingual
ἀπόσυρμα, το (Α) αποσύρω
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.