ἐμπληστέος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἐμπίπλημι]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπληστέος:''' adj. verb. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπληστέος:''' adj. verb. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμπληστέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[ἐμπίπλημι]],]<br />to be [[filled]] with, τινός Plat.
|mdlsjtxt=[[ἐμπληστέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[ἐμπίπλημι]],]<br />to be [[filled]] with, τινός Plat.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληστέος Medium diacritics: ἐμπληστέος Low diacritics: εμπληστέος Capitals: ΕΜΠΛΗΣΤΕΟΣ
Transliteration A: emplēstéos Transliteration B: emplēsteos Transliteration C: emplisteos Beta Code: e)mplhste/os

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι) to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληστέος: adj. verb. к ἐμπίπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

Greek Monotonic

ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμπληστέος, η, ον adj verb. adj. of ἐμπίπλημι,]
to be filled with, τινός Plat.