ἐπᾶλτο: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2 ion. de</i> [[ἐφάλλομαι]].
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2 ion. de</i> [[ἐφάλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾶλτο:''' ион. 3 л. sing. aor. 2 к [[ἐφάλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾶλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>· [[αλλά]] ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του [[πάλλω]].
|lsmtext='''ἐπᾶλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>· [[αλλά]] ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του [[πάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾶλτο:''' ион. 3 л. sing. aor. 2 к [[ἐφάλλομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾶλτο: ион. 3 л. sing. aor. 2 к ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾶλτο: (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ ῥῆμα ἐφάλλομαι, καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπᾶλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφ-άλλομαι· αλλά ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του πάλλω.