ἐπᾶλτο

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾶλτο: ион. 3 л. sing. aor. 2 к ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾶλτο: (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ ῥῆμα ἐφάλλομαι, καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπᾶλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφ-άλλομαι· αλλά ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του πάλλω.