ἱεροφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]].
|btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροφαντικός:''' [[жреческий]] ([[στέμμα]] Luc.; βίβλοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἱεροφαντικῶς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἱεροφαντικῶς]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροφαντικός:''' [[жреческий]] ([[στέμμα]] Luc.; βίβλοι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱεροφαντικός]], ή, όν [from [[ἱεροφάντης]]<br />[[of a hierophant]], Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. [[ἱεροφαντικῶς]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ἱεροφαντικός]], ή, όν [from [[ἱεροφάντης]]<br />[[of a hierophant]], Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. [[ἱεροφαντικῶς]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:27, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφαντικός Medium diacritics: ἱεροφαντικός Low diacritics: ιεροφαντικός Capitals: ΙΕΡΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hierophantikós Transliteration B: hierophantikos Transliteration C: ierofantikos Beta Code: i(erofantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱεροφαντικοί = books on the sacred rites, Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. ἱεροφαντικῶς = in the style of a hierophant Luc.Alex.39.

German (Pape)

[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφαντικός: жреческий (στέμμα Luc.; βίβλοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.

Greek Monolingual

ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.

Greek Monotonic

ἱεροφαντικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· βίβλοι ἱερ., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. ἱεροφαντικῶς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱεροφαντικός, ή, όν [from ἱεροφάντης
of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. ἱεροφαντικῶς, Luc.