ἰσχόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] v. l. für [[ἰσχνόφωνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] v. l. für [[ἰσχνόφωνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχόφωνος:''' Her. v. l. = [[ἰσχνόφωνος]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]], [[ισχνόφωνος]]<br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]].
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]], [[ισχνόφωνος]]<br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχόφωνος:''' Her. v. l. = [[ἰσχνόφωνος]] 2.
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1273] v. l. für ἰσχνόφωνος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχόφωνος: Her. v. l. = ἰσχνόφωνος 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχόφωνος: ἴδε ἰσχνόφωνος ΙΙ.

Greek Monolingual

ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. του επιθ. ἰσχνόφωνος, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].