ὁμόρησις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ἡ, das Angränzen, wie [[ὁμούρησις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0339.png Seite 339]] ἡ, das Angränzen, wie [[ὁμούρησις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόρησις:''' ион. [[ὁμούρησις]], εως ἡ сопредельность, соседство Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόρησις]] και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., [[ὁμόρωσις]] και αττ. τ. [[ὁμήρησις]] και ιων. τ. [[ὁμούρησις]] (Α) [[ομορέω]]<br /><b>1.</b> [[γειτνίαση]], [[γειτονία]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[γειτνίαση]] τών πλανητών.
|mltxt=[[ὁμόρησις]] και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., [[ὁμόρωσις]] και αττ. τ. [[ὁμήρησις]] και ιων. τ. [[ὁμούρησις]] (Α) [[ομορέω]]<br /><b>1.</b> [[γειτνίαση]], [[γειτονία]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[γειτνίαση]] τών πλανητών.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόρησις:''' ион. [[ὁμούρησις]], εως ἡ сопредельность, соседство Diog. L.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόρησις Medium diacritics: ὁμόρησις Low diacritics: ομόρησις Capitals: ΟΜΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: homórēsis Transliteration B: homorēsis Transliteration C: omorisis Beta Code: o(mo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, neighbourhood, neighbourhod, juxtaposition, in Ion. form ὁμούρησις, Epicur. Ep.Ip.20 U., Nat.22 G.: Astrol. (written ὁμορρόησις, ὁμορόησις v.l. ὁμόρωσις), of planets, prob. in Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.159, 8(3).107, 114, Porph.in Ptol.189.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, das Angränzen, wie ὁμούρησις.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόρησις: ион. ὁμούρησις, εως ἡ сопредельность, соседство Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόρησις: Ἰων. ὁμούρησις, ἡ, γειτνίασις, γειτονία, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 61.

Greek Monolingual

ὁμόρησις και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω
1. γειτνίαση, γειτονία
2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.