ὑποσείραιος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σειρά]].
|btext=ος, ον :<br />que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σειρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσείραιος:''' [[varia lectio|v.l.]] ὑποσειραῖος 2 досл. пристяжной, перен. идущий рядом: ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσα τέκνα καὶ πατέρα Eur. идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσείραιος:''' -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑποσείραιος:''' -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσείραιος:''' [[varia lectio|v.l.]] ὑποσειραῖος 2 досл. пристяжной, перен. идущий рядом: ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσα τέκνα καὶ πατέρα Eur. идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-σείραιος, ον,<br />dragged alongside, Eur.
|mdlsjtxt=ὑπο-σείραιος, ον,<br />dragged alongside, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείραιος Medium diacritics: ὑποσείραιος Low diacritics: υποσείραιος Capitals: ΥΠΟΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: hyposeíraios Transliteration B: hyposeiraios Transliteration C: yposeiraios Beta Code: u(posei/raios

English (LSJ)

ον, dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσείραιος: v.l. ὑποσειραῖος 2 досл. пристяжной, перен. идущий рядом: ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσα τέκνα καὶ πατέρα Eur. идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].

Greek Monotonic

ὑποσείραιος: -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑπο-σείραιος, ον,
dragged alongside, Eur.