ῥήκτης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥήκτης:''' ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ [[σεισμός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥήκτης]], ΝΑ<br />(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ρηκτική [[οβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο / [[ῥήκτης]], ΝΑ<br />(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ρηκτική [[οβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥήκτης:''' ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ [[σεισμός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥήκτης Medium diacritics: ῥήκτης Low diacritics: ρήκτης Capitals: ΡΗΚΤΗΣ
Transliteration A: rhḗktēs Transliteration B: rhēktēs Transliteration C: riktis Beta Code: r(h/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥήγνυμι) breaker, render; of an earthquake that breaks the earth into fissures, Arist.Mu.396a5, Lyd.Ost.54.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.

Russian (Dvoretsky)

ῥήκτης: ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ σεισμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥήκτης: -ου, ὁ, (ῥήγνυμι) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30.

Greek Monolingual

ο / ῥήκτης, ΝΑ
(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα
νεοελλ.
ρηκτική οβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + επίθημα -της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].