παναισχής: Difference between revisions
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰναισχής''': -ές, [[ὅλως]] ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. | |lstext='''πᾰναισχής''': -ές, [[ὅλως]] ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:15, 6 October 2022
German (Pape)
[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.
Greek Monotonic
πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.