λευκοστεφής: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] ( | |mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] («λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> στον τ. <i>λευκοστεφῆ</i><br />τά κεραυνοβόλητα. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[wreathed with white wool]], [[wreathed with white]] | |woodrun=[[wreathed with white wool]], [[wreathed with white]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:07, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334. II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.
Russian (Dvoretsky)
λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».
Greek Monolingual
λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.