κατακολυμβώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(19)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατακολυμβῶ, -άω (Α)<br />[[κολυμπώ]] [[προς]] το [[βάθος]], καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῑς», Αριστ.).
|mltxt=κατακολυμβῶ, -άω (Α)<br />[[κολυμπώ]] [[προς]] το [[βάθος]], καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῖς», Αριστ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

κατακολυμβῶ, -άω (Α)
κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῖς», Αριστ.).