ενδιάκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδιάκειμαι]] (Α)<br />[[είμαι]] τοποθετημένος σε [[κάτι]] («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι | |mltxt=[[ἐνδιάκειμαι]] (Α)<br />[[είμαι]] τοποθετημένος σε [[κάτι]] («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῖς»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἐνδιάκειμαι (Α)
είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῖς»).