ῥεγιστής: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥεγισταί<br />βαφεῑς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. της λ. [[ῥεγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[βάφω]]»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥεγισταί<br />βαφεῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. της λ. [[ῥεγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[βάφω]]»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].
}}
}}

Revision as of 09:15, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεγιστής Medium diacritics: ῥεγιστής Low diacritics: ρεγιστής Capitals: ΡΕΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: rhegistḗs Transliteration B: rhegistēs Transliteration C: registis Beta Code: r(egisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, v. sub ῥεγεύς.

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί
βαφεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].