επαιτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(12)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαιτῶ, -έω) [[αιτώ]]<br />[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]] («ἐκ [[σέθεν]] δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζητώ]] επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη [[συμπάθεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («εἰ καὶ κέ νυ [[οἴκοθεν]] [[ἄλλο]] μεῑζον ἐπαιτήσειας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[ζητώ]].
|mltxt=(AM ἐπαιτῶ, -έω) [[αιτώ]]<br />[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]] («ἐκ [[σέθεν]] δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζητώ]] επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη [[συμπάθεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («εἰ καὶ κέ νυ [[οἴκοθεν]] [[ἄλλο]] μεῖζον ἐπαιτήσειας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[ζητώ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπαιτῶ, -έω) αιτώ
ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια»)
αρχ.
1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας», Ομ. Ιλ.)
2. (απλώς) ζητώ.