ενναίω: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐννιαίω (Α) [[ναίω]]<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[μένω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐκεῑ χώρας [[ἀλάστωρ]] οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίδια]] σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — [[εκεί]] και οι ψαράδες που πλέουν στη [[θάλασσα]], Καλλιμ.<br />β. «[[ἔνθα]] καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).
|mltxt=ἐννιαίω (Α) [[ναίω]]<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]], [[μένω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐκεῖ χώρας [[ἀλάστωρ]] οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίδια]] σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — [[εκεί]] και οι ψαράδες που πλέουν στη [[θάλασσα]], Καλλιμ.<br />β. «[[ἔνθα]] καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).