οἰνιστηρία: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνιστήρια]] και [[οἰνιαστήρια]], τὰ (Α)<br />[[εορτή]] στην αρχαία Αθήνα, [[κατά]] την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην [[τάξη]] τών <i>ἐφήβων</i>, προσέφεραν [[σπονδή]] στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να πιουν [[κρασί]] («[[οἰνιστήρια]]<br />σπονδὴ τελουμένη τῷ | |mltxt=[[οἰνιστήρια]] και [[οἰνιαστήρια]], τὰ (Α)<br />[[εορτή]] στην αρχαία Αθήνα, [[κατά]] την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην [[τάξη]] τών <i>ἐφήβων</i>, προσέφεραν [[σπονδή]] στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να πιουν [[κρασί]] («[[οἰνιστήρια]]<br />σπονδὴ τελουμένη τῷ Ἡρακλεῖ ὑπὸ τῶν ἐφήβων [[πρίν]] ἀποκείρασθαι», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰνίζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> / -<i>τήρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγισ</i>-<i>τήρια Ανθεσ</i>-<i>τήρια</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 13 October 2022
English (LSJ)
ἡ, cup used at this festival, Pamphil. ap. Ath.11.494f:—also οἰν-ίστρια, Poll.6.22.
Greek Monolingual
οἰνιστηρία ἡ (Α) οινιστήρια
το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια.
Greek Monolingual
οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α)
εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να πιουν κρασί («οἰνιστήρια
σπονδὴ τελουμένη τῷ Ἡρακλεῖ ὑπὸ τῶν ἐφήβων πρίν ἀποκείρασθαι», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. αγισ-τήρια Ανθεσ-τήρια)].