ξυλοκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(27)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω (Α ξυλοκοπῶ, -έω) [[ξυλοκόπος]]<br /><b>1.</b> [[δέρνω]] κάποιον χρησιμοποιώντας [[ξύλο]], [[ξυλίζω]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ραβδίζω]] («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέρνω]] κάποιον ανηλεώς<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόβω]] ξύλα, [[ιδίως]] από [[δάσος]].
|mltxt=-άω (Α ξυλοκοπῶ, -έω) [[ξυλοκόπος]]<br /><b>1.</b> [[δέρνω]] κάποιον χρησιμοποιώντας [[ξύλο]], [[ξυλίζω]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ραβδίζω]] («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῖται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέρνω]] κάποιον ανηλεώς<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόβω]] ξύλα, [[ιδίως]] από [[δάσος]].
}}
}}

Revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

-άω (Α ξυλοκοπῶ, -έω) ξυλοκόπος
1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῖται», Πολ.)
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς
αρχ.
κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος.