ἀριστεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀριστεῑος, -ον (Α) [[αριστεύω]]<br />αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν [[βραβείο]] γενναιότητας.
|mltxt=ἀριστεῖος, -ον (Α) [[αριστεύω]]<br />αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν [[βραβείο]] γενναιότητας.
}}
}}

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεῖος Medium diacritics: ἀριστεῖος Low diacritics: αριστείος Capitals: ΑΡΙΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: aristeîos Transliteration B: aristeios Transliteration C: aristeios Beta Code: a)ristei=os

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Adj. belonging to the bravest, bestowed as the prize of valour, στέφανοι, τιμαί, D.H.6.94, 9.13; γέρας Plu.Thes.26; Ἡρακλεῖ ποιήσειν θυσίαν ἀριστεῖον Id.Pyrrh.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se da como premio al valor στέφανοι D.H.6.94, τιμαί D.H.9.13, γέρας Plu.Thes.26, v. ἀριστεῖον.
2 excelente ἀριστῆον ... πόσιν MAMA 1.234.11 (Laodicea Combusta).

Greek Monolingual

ἀριστεῖος, -ον (Α) αριστεύω
αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας.