ράπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]].
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ.
}}
}}

Revision as of 13:50, 14 October 2022

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Mantoulidis Etymological

(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + πρόσφυμα τ → ράφτω → ράπτω.
Παράγωγα: ράμμα, ράπτης, ραπτικός, προσραπτέον, ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, ραφή, ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, ραψῳδός, ραψῳδία, ραψῳδῶ.