ρώξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ῥωγός, ἡ, ΜΑ<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]] («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — [[μέσα]] από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο [[μέγαρο]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύντριμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. <i>ῥῶγας</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ῥωγός, ή, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρώγα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ῥωγός, ἡ, ΜΑ<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]] («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — [[μέσα]] από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο [[μέγαρο]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύντριμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. <i>ῥῶγας</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ῥωγός, ή, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρώγα]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ρωγός (=[[ἄνοιγμα]], στενό πέρασμα). Ἀπό τό [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 14 October 2022
Greek Monolingual
(I)
ῥωγός, ἡ, ΜΑ
ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.)
αρχ.
σύντριμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. ῥῶγας].
(II)
ῥωγός, ή, ΜΑ
βλ. ρώγα.
Mantoulidis Etymological
-ρωγός (=ἄνοιγμα, στενό πέρασμα). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.