ταβέρνα: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
(CSV import)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ταβέρνα:''' ἡ (лат. [[taberna]]) гостиница NT.
|elrutext='''ταβέρνα:''' ἡ (лат. [[taberna]]) гостиница NT.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=(ἡ) taverne<br>[lat. [[taberna]]]
}}
}}

Revision as of 18:30, 17 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

ταβέρνα: ἡ, Λατ. taberna, = καπηλεῖον, πανδοχεῖον, Πράξ. Ἀποστ. κή, 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό
νεοελλ.
λαϊκό εστιατόριο
αρχ.
πανδοχείοἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»].

Russian (Dvoretsky)

ταβέρνα: ἡ (лат. taberna) гостиница NT.

French (New Testament)

(ἡ) taverne
[lat. taberna]