δυσμείλικτος: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir <i>litt.</i> à emmieller.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μειλίσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir <i>litt.</i> à emmieller.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[μειλίσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:00, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
•neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.
German (Pape)
[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.
Greek Monolingual
δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.