λωγάς: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωγάς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πόρνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λωγάνιον]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ας</i>, -[[άδος]], ενώ για την παρόμοια σημασιολογική [[εξέλιξη]], από «[[δέρμα]]» με σημ. «[[πόρνη]]», [[πρβλ]]. [[κασαλβάς]], [[κασαυράς]], [[κασωρίς]], λατ. <i>scortum</i>. Επίσης συνδέεται με τον τ. [[λωγάλιοι]]. | |mltxt=[[λωγάς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πόρνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λωγάνιον]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ας</i>, -[[άδος]], ενώ για την παρόμοια σημασιολογική [[εξέλιξη]], από «[[δέρμα]]» με σημ. «[[πόρνη]]», [[πρβλ]]. [[κασαλβάς]], [[κασαυράς]], [[κασωρίς]], λατ. <i>scortum</i>. Επίσης συνδέεται με τον τ. [[λωγάλιοι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=άδος, ἡ, wie [[λαικάς]], <i>geiles Weib, Hure</i>, Hesych. Vgl. [[λωγάνιοι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
Greek Monolingual
λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.
German (Pape)
άδος, ἡ, wie λαικάς, geiles Weib, Hure, Hesych. Vgl. λωγάνιοι.