Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἵαται: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἵαται:''' [[εἵατο]], Επικ. αντί [[ἧνται]], <i>ἦντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
|lsmtext='''εἵαται:''' [[εἵατο]], Επικ. αντί [[ἧνται]], <i>ἦντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
}}
{{pape
|ptext=ep. für [[ἧνται]].
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵαται Medium diacritics: εἵαται Low diacritics: είαται Capitals: ΕΙΑΤΑΙ
Transliteration A: heíatai Transliteration B: heiatai Transliteration C: eiatai Beta Code: ei(/atai

English (LSJ)

εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι. II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106. 2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.

Spanish (DGE)

v. ἧμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

εἵᾰται: = ἕαται.

Greek (Liddell-Scott)

εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).

English (Autenrieth)

see ἧμαι.

Greek Monotonic

εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.

German (Pape)

ep. für ἧνται.