λυσήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λυσ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[αγαπήνωρ]], [[αλεξήνωρ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[λυσήνωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λυσ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>λύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[αγαπήνωρ]], [[αλεξήνωρ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ορος, <i>[[Männer]] [[auflösend]], [[entkräftend]]</i>, Tryphiod. 447.
}}
}}

Revision as of 16:37, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσήνωρ Medium diacritics: λυσήνωρ Low diacritics: λυσήνωρ Capitals: ΛΥΣΗΝΩΡ
Transliteration A: lysḗnōr Transliteration B: lysēnōr Transliteration C: lysinor Beta Code: lush/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, relaxing men, οἶνος Tryph.449.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐλκύων τοὺς ἄνδρας, Τρυφιόδ. 449.

Greek Monolingual

λυσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. -λυσ-α, αόρ. του λύω) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπήνωρ, αλεξήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

German (Pape)

[ῡ], ορος, Männer auflösend, entkräftend, Tryphiod. 447.