χύμευσις: Difference between revisions
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Μ<br />[[κράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυμεία]], μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[χυμεύω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χημεία]])]. | |mltxt=-εύσεως, ἡ, Μ<br />[[κράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυμεία]], μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[χυμεύω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χημεία]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ἡ, <i>[[Vermischung]], [[Vermengung]]</i>, Eust. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.
Greek (Liddell-Scott)
χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Μ
κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)].
German (Pape)
[ῡ], ἡ, Vermischung, Vermengung, Eust.