ἐρίθηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(14)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίθηλος]], -ον (Α)<br />ο [[εριθηλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[εριθηλής]]].
|mltxt=[[ἐρίθηλος]], -ον (Α)<br />ο [[εριθηλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[εριθηλής]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>sehr [[wachsend]], [[üppig]] [[sprossend]], Orac.Sib</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθηλος: -ον, = τῷ προηγ., Ρώμη Χρησμ. Σιβυλλ. 8. σ. 714.

Greek Monolingual

ἐρίθηλος, -ον (Α)
ο εριθηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του εριθηλής].

German (Pape)

sehr wachsend, üppig sprossend, Orac.Sib.