βόσμορον: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βόσμορον]], το και [[βόσμορος]], ο (Α)<br />[[είδος]] ινδικού σιτηρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
|mltxt=[[βόσμορον]], το και [[βόσμορος]], ο (Α)<br />[[είδος]] ινδικού σιτηρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>eine [[Getreideart]]</i>, Strab. XIII.690, 692. Bei DS. 2.36 βόσπορον.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσμορον Medium diacritics: βόσμορον Low diacritics: βόσμορον Capitals: ΒΟΣΜΟΡΟΝ
Transliteration A: bósmoron Transliteration B: bosmoron Transliteration C: vosmoron Beta Code: bo/smoron

English (LSJ)

τό, an Indian millet, ragi, Eleusine coracana, Str.15.1.13 and 18:—also βόσμορος, ὁ, Peripl. M. Rubr.14,41.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): βόσπορος, ὁ D.S.2.36
bot., especie de mijo indio, Eleusine coracana Onesicritus 15, D.S.l.c., Str.15.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

βόσμορον: τό, εἶδος Ἰνδικοῦ σιτηροῦ, Στράβ. 690· ὡσαύτως βόσμορος, ὁ, ὁ αὐτ. 690.

Greek Monolingual

βόσμορον, το και βόσμορος, ο (Α)
είδος ινδικού σιτηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].

German (Pape)

τό, eine Getreideart, Strab. XIII.690, 692. Bei DS. 2.36 βόσπορον.