συσσωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zusammenhäufen]], [[anhäufen]]</i>, Ath. VIII.333b συσσεσωρευμένων αὐτῶν.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσωρεύω Medium diacritics: συσσωρεύω Low diacritics: συσσωρεύω Capitals: ΣΥΣΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: syssōreúō Transliteration B: syssōreuō Transliteration C: syssoreyo Beta Code: susswreu/w

English (LSJ)

heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.

Russian (Dvoretsky)

συσσωρεύω: нагромождать (τὸ πλῆθος ἄμμου Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).

German (Pape)

zusammenhäufen, anhäufen, Ath. VIII.333b συσσεσωρευμένων αὐτῶν.