κατατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατατρέπομαι</i><br />[[καταβάλλω]], [[νικώ]] κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
|mltxt=[[κατατρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατατρέπομαι</i><br />[[καταβάλλω]], [[νικώ]] κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[umwenden]], in die [[Flucht]] [[schlagen]]</i>, auch med., Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρέπω Medium diacritics: κατατρέπω Low diacritics: κατατρέπω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: katatrépō Transliteration B: katatrepō Transliteration C: katatrepo Beta Code: katatre/pw

English (LSJ)

put to flight, PMasp.4.13 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατρέπω: τρέπω πρὸς τὰ κάτω, καταβάλλω τινὰ, τρέπω εἰς φυγὴν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατετρέπετο Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κατατρέπω (Α)
1. τρέπω σε φυγή
2. μέσ. κατατρέπομαι
καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).

German (Pape)

umwenden, in die Flucht schlagen, auch med., Sp.