ἀνοχλησία: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοχλησία]], η (Α)<br />το να μην ενοχλείται [[κάποιος]] από [[κάτι]], η [[αταραξία]]. | |mltxt=[[ἀνοχλησία]], η (Α)<br />το να μην ενοχλείται [[κάποιος]] από [[κάτι]], η [[αταραξία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Ungestörtheit]]</i>, Diog.L. 2.87, s. [[ἀοχλησία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = ἀοχλησία, Luc.Am.27, D.L.2.87, Gal.6.18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ sosiego, tranquilidad Gal.6.18.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχλησία: ἡ Diog. L. = ἀοχλησία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχλησία: ἡ, = ἀοχλησία, ἀμφίβ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87.
Greek Monolingual
ἀνοχλησία, η (Α)
το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία.
German (Pape)
ἡ, Ungestörtheit, Diog.L. 2.87, s. ἀοχλησία.