ἀνοχλησία: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοχλησία]], η (Α)<br />το να μην ενοχλείται [[κάποιος]] από [[κάτι]], η [[αταραξία]].
|mltxt=[[ἀνοχλησία]], η (Α)<br />το να μην ενοχλείται [[κάποιος]] από [[κάτι]], η [[αταραξία]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Ungestörtheit]]</i>, Diog.L. 2.87, s. [[ἀοχλησία]].
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοχλησία Medium diacritics: ἀνοχλησία Low diacritics: ανοχλησία Capitals: ΑΝΟΧΛΗΣΙΑ
Transliteration A: anochlēsía Transliteration B: anochlēsia Transliteration C: anochlisia Beta Code: a)noxlhsi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀοχλησία, Luc.Am.27, D.L.2.87, Gal.6.18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ sosiego, tranquilidad Gal.6.18.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοχλησία: ἡ Diog. L. = ἀοχλησία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχλησία: ἡ, = ἀοχλησία, ἀμφίβ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87.

Greek Monolingual

ἀνοχλησία, η (Α)
το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία.

German (Pape)

ἡ, Ungestörtheit, Diog.L. 2.87, s. ἀοχλησία.