μαδαρότης: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαδαρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μαδαρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαδαρού, η [[φαλακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[πτώση]] τών τριχών τών βλεφάρων.
|mltxt=[[μαδαρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μαδαρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαδαρού, η [[φαλακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[πτώση]] τών τριχών τών βλεφάρων.
}}
{{pape
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Kahlheit]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰρότης Medium diacritics: μαδαρότης Low diacritics: μαδαρότης Capitals: ΜΑΔΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: madarótēs Transliteration B: madarotēs Transliteration C: madarotis Beta Code: madaro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἱππ. Προγν. 47.

Greek Monolingual

μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) μαδαρός
1. η ιδιότητα του μαδαρού, η φαλακρότητα
2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.

German (Pape)

ητος, ἡ, Kahlheit, Hippocr.