μαδαρότης: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαδαρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μαδαρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαδαρού, η [[φαλακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[πτώση]] τών τριχών τών βλεφάρων. | |mltxt=[[μαδαρότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μαδαρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαδαρού, η [[φαλακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[πτώση]] τών τριχών τών βλεφάρων. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Kahlheit]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἱππ. Προγν. 47.
Greek Monolingual
μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) μαδαρός
1. η ιδιότητα του μαδαρού, η φαλακρότητα
2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.
German (Pape)
ητος, ἡ, Kahlheit, Hippocr.