τωθαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τωθαστής]]<br />[[χλευαστικός]], [[εμπαικτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τωθαστικῶς</i> Α<br />χλευαστικά, περιπαικτικά. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[τωθαστής]]<br />[[χλευαστικός]], [[εμπαικτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τωθαστικῶς</i> Α<br />χλευαστικά, περιπαικτικά. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Spotten]], [[Verhöhnen]] [[gehörig]], [[geneigt]], [[spöttisch]]</i>, Poll. 6.123, 9.148; Sp.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, DL. 4.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. -κῶς D.L.4.2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.
German (Pape)
zum Spotten, Verhöhnen gehörig, geneigt, spöttisch, Poll. 6.123, 9.148; Sp.
• Adv., DL. 4.2.