κρηπιδαῖον: Difference between revisions
From LSJ
τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κρηπιδαῖον και <b>επιγρ.</b> κρηπίδειον, τὸ (Α)<br />η [[κρηπίδα]], τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]], -<i>ῖδος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖον</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμαίον]], [[λιμναίον]])]. | |mltxt=κρηπιδαῖον και <b>επιγρ.</b> κρηπίδειον, τὸ (Α)<br />η [[κρηπίδα]], τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]], -<i>ῖδος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖον</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμαίον]], [[λιμναίον]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], τό, <i>das [[Fundament]] eines Hauses</i>, Lys. bei Poll. 7.120. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).
Russian (Dvoretsky)
κρηπῑδαῖον: τό основание дома Lys.
Greek (Liddell-Scott)
κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.
Greek Monolingual
κρηπιδαῖον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμαίον, λιμναίον)].
German (Pape)
[ῑ], τό, das Fundament eines Hauses, Lys. bei Poll. 7.120.