χορδότονος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χορδότονος:''' [[с натянутыми струнами]] ([[λύρα]] Soph.). | |elrutext='''χορδότονος:''' [[с натянутыми струнами]] ([[λύρα]] Soph.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[Saiten]] [[bespannt]]</i>, [[λύρα]] Soph. frg. 232; Poll. 4.62. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, Pass., stretched with strings, λύρα S. Fr. 244 (lyr.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
Russian (Dvoretsky)
χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).