ἀντιτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιτίμημα''': τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ [[ὑποτίμησις]].
|lstext='''ἀντιτίμημα''': τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ [[ὑποτίμησις]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>die durch die [[ἀντιτίμησις]] [[festgesetzte]] [[Geldstrafe]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτῑμημα Medium diacritics: ἀντιτίμημα Low diacritics: αντιτίμημα Capitals: ΑΝΤΙΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: antitímēma Transliteration B: antitimēma Transliteration C: antitimima Beta Code: a)ntiti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, glossed by ἀντιτῑμ-ησις, εως, ἡ, Hsch.

Spanish (DGE)

ἀντιτίμησις Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτίμημα: τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. νομικός ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ ὑποτίμησις.

German (Pape)

τό, die durch die ἀντιτίμησις festgesetzte Geldstrafe.