μουνογενής: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουνογενής:''' -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], [[μουνόω]], Ιων. αντί <i>μον-</i>.
|lsmtext='''μουνογενής:''' -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], [[μουνόω]], Ιων. αντί <i>μον-</i>.
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[μονογενής]].
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.

Greek Monolingual

μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

Greek Monotonic

μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.

German (Pape)

ion. = μονογενής.