λειψίφωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειψίφωτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειψί</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>), [[πρβλ]]. <i>ηλιό</i>-<i>φωτος</i>, [[κατά]]-<i>φωτος</i><br />σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | |mltxt=[[λειψίφωτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειψί</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>), [[πρβλ]]. <i>ηλιό</i>-<i>φωτος</i>, [[κατά]]-<i>φωτος</i><br />σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[λειψιφαής]], Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, waning, Paul.Al.M.4, Cat.Cod.Astr.8(2).107.13, al.:—also λειψῐ-φως, Vett.Val. 191.6, Eust.811.63; but ἥρωες… λιψόφωτες (sic) who have quitted the light of day, PMag.Par.1.1409.
Greek Monolingual
λειψίφωτος, -ον (AM)
αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψί- (βλ. λείπω) + -φωτος (< φῶς), πρβλ. ηλιό-φωτος, κατά-φωτος
σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].
German (Pape)
= λειψιφαής, Sp.