λειψιφαής

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψῐφᾰής Medium diacritics: λειψιφαής Low diacritics: λειψιφαής Capitals: ΛΕΙΨΙΦΑΗΣ
Transliteration A: leipsiphaḗs Transliteration B: leipsiphaēs Transliteration C: leipsifais Beta Code: leiyifah/s

English (LSJ)

λειψιφαές, waning, σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.

German (Pape)

[Seite 27] μήνη, mit abnehmendem Lichte, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λειψῐφαής: -ές, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἧς τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ἀπολείπει, μήνη Μάξιμ. π. κατ. 455· ὡσαύτως, λειψίφωτος, ον, Παῦλ. Αἰγ. 2· λειψίφως Εὐστ. 811. 63.

Greek Monolingual

λειψιφαής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτοφαής, χρυσοφαής, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].