μεγαλόσωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>σωμος</i>) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>σωμος</i>) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von großem [[Körper]], [[großleibig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσωμος Medium diacritics: μεγαλόσωμος Low diacritics: μεγαλόσωμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megalósōmos Transliteration B: megalosōmos Transliteration C: megalosomos Beta Code: megalo/swmos

English (LSJ)

ον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλό-σωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.

German (Pape)

von großem Körper, großleibig, Sp.