γλωσσογράφος: Difference between revisions
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γλωσσογράφος]])<br />αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις. | |mltxt=ο (AM [[γλωσσογράφος]])<br />αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>veraltete und [[fremde]] [[Wörter]] [[aufzeichnend]], [[erklärend]]</i>, Ath. III.114b; <i>VLL</i>; vgl. Sengebusch <i>[[Homer]]. dissert</i>. 1 p. 52. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, writer on γλῶσσαι, Str.13.1.19, Ath. 3.114b, 15.699e, Gal.19.106.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): át. γλωττ- Gal.19.106
autor de γλῶσσαι, el que recopila y describe palabras raras y difíciles de comprender Str.13.1.19, Ath.114b, 699e, Gal.l.c., οἱ γλωσσογράφοι (frec. Γλωσσ-) de intérpretes anón., prob. de Ἀττικαὶ γλῶσσαι, Harp.s.u. Κύπασσις, en esp. ref. a los comentaristas de los textos homéricos, Sch.Er.Il.3.44b, 4.315a, Eust.1530.44.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἑρμηνεύων γλώσσας, Ἀθήν. 114Β.
Greek Monolingual
ο (AM γλωσσογράφος)
αυτός που συλλέγει και ερμηνεύει γλώσσες, απηρχαιωμένες ή ιδιωματικές λέξεις.
German (Pape)
veraltete und fremde Wörter aufzeichnend, erklärend, Ath. III.114b; VLL; vgl. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 52.