νυκτεροφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς [[μήνη]]», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>].
|mltxt=[[νυκτεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς [[μήνη]]», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[nächtlich]] [[leuchtend]]</i>, Maneth. 3.393.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτεροφεγγής Medium diacritics: νυκτεροφεγγής Low diacritics: νυκτεροφεγγής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: nykterophengḗs Transliteration B: nykterophengēs Transliteration C: nykterofeggis Beta Code: nukterofeggh/s

English (LSJ)

ές, shining by night, μυήνη Man.3.393.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεροφεγγής: -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.

Greek Monolingual

νυκτεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο-φεγγής].

German (Pape)

ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3.393.