κοτυληδονώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ες (Α [[κοτυληδονώδης]], -ώδες) [[κοτυληδών]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] κοτυληδόνες. | |mltxt=ες (Α [[κοτυληδονώδης]], -ώδες) [[κοτυληδών]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] κοτυληδόνες. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>wie ein Saugnäpfchen od. eine [[Warze]]</i>, Galen. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.
Greek (Liddell-Scott)
κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.
Greek Monolingual
ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.
German (Pape)
ες, wie ein Saugnäpfchen od. eine Warze, Galen.