κυβικός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠβικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий кубическую форму]], [[кубический]] ([[σχῆμα]], [[εἶδος]] Plat.; [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мат. [[возведенный в третью степень]], [[кубический]] ([[ἀριθμός]] Arst.).
|elrutext='''κῠβικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий кубическую форму]], [[кубический]] ([[σχῆμα]], [[εἶδος]] Plat.; [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> мат. [[возведенный в третью степень]], [[кубический]] ([[ἀριθμός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβικός Medium diacritics: κυβικός Low diacritics: κυβικός Capitals: ΚΥΒΙΚΟΣ
Transliteration A: kybikós Transliteration B: kybikos Transliteration C: kyvikos Beta Code: kubiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A cubic, σχῆμα, εἶδος, Pl.Ti.55c, 55d; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς Secund.Sent.17. Adv. κυβικῶς = cubically, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. Dam.Pr.266. 2 of numbers, raised to the cube. Arist.Pr.910b36.

German (Pape)

[Seite 1523] kubi sch; σχῆμα, εἶδος, Plat. Tim. 55 c u. Sp.; – ἀριθμός, Kubikzahl, Arist. probl. 15, 3 u. Sp. – Auch adv., κυβικῶς κινῆσαι, Plut. de Pyth. or. 22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβικός -ή -όν [κύβος] kubusvormig.

Russian (Dvoretsky)

κῠβικός:
1 имеющий кубическую форму, кубический (σχῆμα, εἶδος Plat.; σῶμα Plut.);
2 мат. возведенный в третью степень, кубический (ἀριθμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κυβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κύβον, Πλάτ. Τίμ. 55C, D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον κύβου, Πλούτ. 2. 404F. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀνυψωθεὶς εἰς κύβον, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυβικός, -ή, -όν) κύβος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο (α. «κυβικό σχήμα
β. «κυβικά σώματα», Γαλ.)
2. (για αριθμό) αυτός που έχει ανυψωθεί στον κύβο, στην τρίτη δύναμη («κυβικὸς ἀριθμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου
β) «κυβική μονάδα» — η τρίτη δύναμη μιας μονάδας
γ) «κυβική ρίζα» — η τρίτη ρίζα ενός αριθμού ή μιας ποσότητας
δ) «κυβικό σύστημα» — ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα.
επίρρ...
κυβικώς (Α)
σαν ζάρι, σαν κύβος («κινήσαι σφαιρικώς κύλινδρον, ή κυβικώς, ή λύραν αυλητικώς», Πλούτ.).